Ο Σωτήρης Νοτάρης γράφει για τον «αξέχαστο» Σύλλη
Ο παλιός αθλητής των 400 μέτρων μετ’ εμποδίων Σωτήρης Νοτάρης, γράφει για τον «αξέχαστο» Βασίλη Σύλλη, όπως ο ίδιος τον γνώρισε.
Όπως όλοι οι αθλητές της δικής μου γενιάς, έτσι κι εγώ τον πρωτοσυνάντησα στο γραφείο των αγωνιστικών αποτελεσμάτων του ΣΕΓΑΣ. Δεν είχα καν ιδέα ποιος ήταν, ούτε γιατί βρισκόταν σ’ αυτήν την θέση. Αρχικώς. Θυμόμουν μόνο το διαπεραστικό βλέμμα, την γωνιώδη, σκαμμένη φυσιογνωμία και την ογκώδη, σωματική του διάπλαση. Περίπου 53 χρονών τότε, έδειχνε κατά δέκα χρόνια τουλάχιστον πιο γερασμένος. Αμίλητος και μάλλον δύσθυμος. Αναμενόμενο, αφού, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, ξεμπέρδευε νικητής τότε, ύστερα από σκληρή μάχη με την θανατηφόρο αρρώστια του αλκοολισμού. Που, ήδη, είχε στείλει πρόωρα στον τάφο άλλους δύο μεγάλους πρωταθλητές του στίβου, εξίσου σαν αυτόν πολεμιστές. Τον δρομέα ημιαντοχής Γρηγόρη Γεωργακόπουλο και τον 6ο ολυμπιονίκη των εμποδίων Χρήστο Μάντικα (σε ηλικία μόλις 46 ετών τον πρώτο και 58 τον δεύτερο).
Ευτυχώς, με τον Σύλλη το κακό δεν έμελλε να τριτώσει. Οχι μόνον αποτοξινώθηκε, αλλά μετά έφτασε σχεδόν τα 90.
Πάντως, στα άπειρα μου μάτια φάνταζε λογικό να είναι σκυθρωπός, ένας άνθρωπος που είχε καταδικαστεί να ασχολείται καθημερινά με την εργασία της εκδόσεως φωτοαντιγράφων. Κλεισμένος μέσα στους άχρωμους τοίχους των σπλάχνων, όχι των ζωντανών κερκίδων του σταδίου. Σιωπηλά να τυπώνει, να ξανατυπώνει και να «ντανιάζει», επί ώρες, δακτυλογραφημένα αποτελέσματα. Δίχως να παρακολουθεί, ούτε ένα δευτερόλεπτο, απ’ τις εικόνες των αγώνων που εκτυλίσσονταν λίγες δεκάδες μέτρα παραπέρα, των οποίων μονάχα τα αριθμητικά αποτελέσματα πληροφορείτο (κι αν). Επειτα δε, μηχανικά, απλώς να τα αναπαραγάγει.
Με τις σκέψεις αυτές, όταν τον έβλεπα, σχεδόν τον λυπόμουνα ! Που να ήξερα βέβαια ότι ο ίδιος είχε συνειδητά επιλέξει, αν και υπάλληλος του ΣΕΓΑΣ, να μην παρακολουθεί αγώνες στίβου. Τελικά ίσως όχι τόσο παράξενο, για έναν άνθρωπο, που, προσπαθώντας να διαχειριστεί την εγκατάλειψη του πρωταθλητισμού και την στέρηση της ζώσας δόξας, είχε βουτήξει νυχθημερόν στην αμνησία του ποτού επί μια εικοσαετία. Η μέθη της αλκοόλης υποκαθιστούσε (κατά έναν τρόπο) στο σώμα του την έλλειψη της φυσικής αδρεναλίνης. Κι από αυτήν ο Σύλλης είχε εκκρίνει ποτάμια, ανακατεμένα με μπόλικα βαρέλια ιδρώτα...
Καιρό αργότερα μου ζήτησαν να παραλάβω κάποια αθλητικά δελτία από την έδρα της Ομοσπονδίας στη Νέα Σμύρνη. Χρειάστηκε να βγούν φωτοτυπίες, οπότε τον ξαναείδα, αυτήν την φορά στο μικροσκοπικό του βασίλειο, επί της Λεωφόρου Συγγρού. Περιμένοντας να τελειώσει, η προσοχή μου στράφηκε σε κάτι κορνιζαρισμένα, αθλητικά διπλώματα. Πιο δίπλα 4 -5 καλοσυντηρημένα μετάλλια. Γράφανε «βαλκανικοί αγώνες» και ως βραβευθείς φερόταν ο (ιστορικά σε μένα γνωστός) μεταπολεμικός 400άρης «Βασίλειος Σύλλης». Με συγχωρείτε, του είπα, σεις είστε ο Σύλλης; «Ναι», μου απάντησε κοφτά, παραδίδοντας μου τις φωτοτυπίες. Σημάδι ότι δεν είχε όρεξη και έπρεπε «να τα μαζεύω». Τα μάζεψα λοιπόν για το σπίτι.
Να διηγηθώ στον πατέρα μου ότι τόσο καιρό συναντούσα το «ανήμερο θηρίο», όπως ο ίδιος μου είχε περιγράψει τον μυώδη σπρίντερ (1,85 ύψος, βάρος 85 κιλά) που σήκωνε 60.000 φιλάθλους στο πόδι και αποθεωνόταν. «Ήταν σαν το λιοντάρι που το αμόλαγες στην αρένα», μου έλεγε. «Ξεκινούσε νωχελικά, έπειτα όμως καταβρόχθιζε τους αντιπάλους»! Βάλθηκα τότε να ψάχνω λεπτομέρειες, για την αθλητική του σταδιοδρομία. Ορφανός από πατέρα είχε φθάσει πάμπτωχος στην Αθήνα, λίγο πριν το ‘40. Γενέτειρα του το επονομαζόμενο «δώρο των κόκκινων» της περιοχής του Κουμπάν, στον βόρειο Καύκασο. Το περιβόητο Κρασνοντάρ, που πριν την Οκτωβριανή επανάσταση ονομαζόταν Αικατερινοντάρ. Το «δώρο της - Αγίας - Αικατερίνης», δηλαδή, στους Κοζάκους. Το πραγματικό του επίθετο ήταν «Συλλίδης». Το άλλαξε η μητέρα του σε «Σύλλης», για να χαθούν τα ίχνη της καταγωγής. Πολλοί πρόσφυγες το συνήθιζαν τότε για να βρουν την ησυχία τους ανάμεσα στους όχι λίγους, κακοπροαίρετους αυτόχθονες της εποχής.
Φοίτησε σε μερικές μόνο τάξεις του Δημοτικού κι έπειτα ρίχτηκε αγόγγυστα στην βιοπάλη. Για το ψωμί της επιβίωσης πρώτα οξυγονοκολλητής κι ύστερα βοηθός τσαγκάρη, ενώ, στα διαλείμματα της δουλειάς, ξέσκαγε την εφηβεία του παίζοντας ποδόσφαιρο.
Αθλητής επιχείρησε να γίνει μόλις στα 18, ασχολούμενος με την σφαιροβολία. Τραγική αποτυχία! Αλλά για να προσφέρει έναν πολύτιμο βαθμό στον σύλλογο του, την Αθλητική Ενωση Παγκρατίου, το φιλότιμο τον έσπρωξε (τύχη αγαθή για την γαλανόλευκη) στον αντίποδα: να εκτεθεί στο απαιτητικότερο, δρομικό αγώνισμα, τα 400 εμπόδια! Τερμάτισε τελευταίος, σε κάτι διασυλλογικούς το 1949, αλλά το μάτι του αρχιπροπονητή Σίμιτσεκ, όπως πάντα, ξαγρυπνούσε ακόμη και στα μετόπισθεν. Υπό τις οδηγίες του τελευταίου τα πράγματα σοβάρεψαν.
Την πρώτη χρονιά της αναμέτρησης με τον «μαραθώνιο του σταδίου», στην απαγορευτική αθλητικά ηλικία των 20 ετών, ο Σύλλης πέτυχε στα απλά 53’’6 και τον Οκτώβριο 52’’0. Από κει και μετά ξεκίνησε, βήμα - βήμα, η σταδιακή βελτίωση, η πτώση των φραγμάτων (των 51, των 50, των 49, των 48 δευτερολέπτων) και οι μεγάλες επιτυχίες. Τα ρεκόρ, το χάλκινο στους μεσογειακούς, οι τέσσερις πρωτιές στους Βαλκανικούς. Και το σπουδαίο 47’’7, στο διεθνές στρατιωτικό πρωτάθλημα το 1962, σε ηλικία 33 ετών. Η αξία αυτού του 47’’7 είναι τεράστια. Οχι μόνον γιατί επιτεύχθηκε σε προχωρημένη ηλικία, στο χώμα, με τρεις προπονήσεις την εβδομάδα και ανύπαρκτη «διατροφή», χωρίς φυσικά καμία ιατρική βοήθεια. Όσο βάσει της σημαντικής, τεχνικής πληροφορίας ότι ο Σύλλης δεν είχε τρέξει ποτέ του τα 100 μέτρα ταχύτερα από 11’’.2. Αντιπροσώπευε δηλαδή το απόλυτο, εξαιρετικά σπάνιο δείγμα απόδοσης στην παρατεταμένη ταχύτητα. Οταν οι άλλοι έκοβαν, ο καθαρόαιμος στην τελική ευθεία «έμπαινε».
Το ρεκόρ του, όπως ήταν φυσικό, καταρρίφθηκε. Αλλά κανένας δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει στο «κράτημα», από όλους τους επόμενους, κι ας κατέβηκε η πανελλήνια επίδοση στα περίπου 45’’, περνώντας από τα πόδια εκλεκτών, όπως του Τζιωρτζή, του Ονησιφόρου, του Καλογιάννη ή του Κεντέρη. Εξ ου η σωρεία των επανειλημμένων του νικών στο νήμα, με κορυφαία ίσως επί του Γιουγκοσλάβου Σαμπόλοβιτς το 1954, στην επική σκυταλοδρομία 4Χ400 της βαλκανιάδας του Βελιγραδίου. Οταν, πριν σωριαστεί αναίσθητος, υπερκάλυψε απόσταση 12 μέτρων από τον ισάξιο αντίπαλο του.
Στο εξαιρετικά πολύτιμο, συγγραφικό αφιέρωμα του Δημήτρη Μπάγερη αναφέρεται: «Τι εκόμισε στην κονίστρα του στίβου ο αθλητής Βασίλης Σύλλης; Την παλικαριά και την ανδρειοσύνη του. Την αναγνώρισαν όλοι, ο τύπος της εποχής, οι φίλαθλοι, που έχουν χαραγμένη στη μνήμη τους την κραυγή της ανάσας του, να κυνηγάει τους τρομαγμένους αντιπάλους του στο καρβουνίδι του Καλλιμάρμαρου. Αυτό το βογγητό του Σύλλη, της δεκαετίας του ‘50, είναι η άληκτος εποποιία του στίβου, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Το βογγητό του Σύλλη στην σφενδόνη και πάνω στο νήμα είναι το σύμβολο των πέτρινων χρόνων του στίβου. Τότε που οι Ελληνες πρωταθλητές, χωρίς καν τα στοιχειώδη, με ένα πιάτο φαγητό, έκαναν μεγάλους αθλητές και ολυμπιονίκες να βλέπουν τις πλάτες τους.
Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει. Οι αλλαγές είναι τόσο ορατές και λαμπερές - τυφλώνουν σχεδόν - που δεν χρειάζεται να τις αναφέρει κανείς». Μακάρι να μπορούσα να διαφωνήσω με τον Δημήτρη Μπαγέρη. Κι αυτός ακριβώς ο ξεχασμένος, Ελληνικός στίβος είναι που αποχαιρετά περήφανα μεθαύριο ένα αναπόσπαστο, τιμημένο μέλος της ένδοξης ιστορίας, μα πάνω απ’ όλα του υγιούς οργανισμού του.
Κείμενο : Σωτήρης Νοτάρης
Επιμέλεια : GreekAthletics